- παρανίσσομαι
- Αδιέρχομαι δίπλα από έναν τόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + νίσσομαι «έρχομαι, πορεύομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρανισσομένοιο — παρανίσσομαι pass beside pres part mp masc/neut gen sg (epic) παρανίσσομαι pass beside pres part mp masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανισσόμενοι — παρανίσσομαι pass beside pres part mp masc nom/voc pl παρανίσσομαι pass beside pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραινίσσεται — παρανίσσομαι pass beside pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)